- επιλαχών
- οβλ. επιλαγχάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιλαχών, -ούσα, -όν — 1. (για υποψήφιους σε εκλογές), καθένας από αυτούς που έχουν σειρά ύστερα από εκείνους που πέτυχαν: Από το συνδυασμό του κόμματός του ήρθε τρίτος επιλαχών. 2. (για όσους διαγωνίζονται για κατάληψη θέσης σε υπηρεσία ή σε ανώτατα ή ανώτερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιλαχών — ἐπιλαγχάνω succeed aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλαγχάνω — (AM ἐπιλαγχάνω) νεοελλ. (η μτχ. αορ. β’ ως επίθ.) επιλαχών, ούσα, όν αυτός που βρίσκεται μετά τον τελευταίο επιτυχόντα σε εξετάσεις ή εκλογές («πρώτος επιλαχών») αρχ. μσν. κληρώνομαι, πέφτω στο μερίδιο κάποιου («τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε...… … Dictionary of Greek
εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… … Dictionary of Greek